αργαστέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική αργαστέρ αργαστέρεα
γενική αργαστερί αργαστερίων
αιτιατική αργαστέρ αργαστέρεα
κλητική αργαστέρ αργαστέρεα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αργαστέρ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐργαστήριον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.ɣaˈstɛɾ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αργαστέρ ουδέτερο

  1. το οίκημα, όπου εξασκείται κάποια τέχνη, το εργαστήριο
  2. ο αργαλειός