αργιλικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αργιλικός < άργιλος + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]αργιλικός
- που περιέχει άργιλο
- αργιλικά πετρώματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αργιλικός
|