αργοξυπνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αργοξυπνώ < αργά + -ο- + ξυπνώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.ɣo.ksiˈpno/

Ρήμα[επεξεργασία]

αργοξυπνώ

  1. ξυπνάω αργά
  2. ξυπνάω σιγά σιγά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]