αρειανός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρειανός | οι | αρειανοί |
| γενική | του | αρειανού | των | αρειανών |
| αιτιατική | τον | αρειανό | τους | αρειανούς |
| κλητική | αρειανέ | αρειανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρειανός <
- για τον αιρετικό: < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἀρειανός. Μορφολογικά αναλύεται σε άρει(ος) + -ανός.
- για τον αθλητικό σύλλογο:< Άρης, γενική ενικού Άρε(ος) + -ιανός
- για τον πλανήτη: < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Martian
Και ουσιαστικοποιημένα.
Επίθετο
[επεξεργασία]αρειανός, -ή, -ό
- (χριστιανισμός) που έχει σχέση ή αναφέρεται στην αίρεση του Αρείου, στις απόψεις του ή στους οπαδούς της
- (αθλητισμός) που σχετίζεται με την ομάδα του Άρη, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με τον πλανήτη Άρη, ανήκει σ' αυτόν ή (φανταστικά) κατάγεται απ' αυτόν
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρειανός αρσενικό
- (χριστιανισμός) οπαδός (της αίρεσης) του Αρείου
- άλλες μορφές: αρειανιστής, άρειος
- (αθλητισμός) φίλαθλος ή οπαδός της ομάδας του Άρη
- άλλες μορφές: αρειανιστής, άρειος
- (φανταστικός) κάτοικος του πλανήτη Άρη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ημιαρειανός
- → δείτε τις λέξεις Άρειος και Άρης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- αρειανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρειανός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αρειανός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ανός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)