αρεσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρεσιά οι αρεσιές
      γενική της αρεσιάς των αρεσιών
    αιτιατική την αρεσιά τις αρεσιές
     κλητική αρεσιά αρεσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρεσιά < αρέσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρεσιά θηλυκό

  • το να είναι κάτι ευχάριστο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Το βρήκε πολύ της αρεσιάς της. - Της άρεσε πολύ.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]