αρεταϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρεταϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aretaic < αρχαία ελληνική ἀρετή
Επίθετο[επεξεργασία]
αρεταϊκός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία, ηθική) που έχει σχέση με την αρετή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Η συνεπειοκρατία πιστεύει ότι η ηθικότητα βασίζεται στις αγαθές ή μη αγαθές συνέπειες μιας πράξης. (…) Αντίθετα με τη συνεπειοκρατία και τη δεοντοκρατία, η αρεταϊκή ηθική δε μας προσφέρει κάποια φόρμουλα σχετικά με το τι πρέπει να πράττουμε σε συγκεκριμένες καταστάσεις. (Βασικοί όροι της νεότερης ηθικής φιλοσοφίας)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αρετή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρεταϊκός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Ηθική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)