αρζαντέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρζαντέ < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αρζαντέ άκλιτο

  1. ο επάργυρος
  2. λέγεται και για θηλαστικά που το γουναρικό τους έχει αργυρό χρώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]