αρζαντέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρζαντέ < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αρζαντέ άκλιτο
- ο επάργυρος
- λέγεται και για θηλαστικά που το γουναρικό τους έχει αργυρό χρώμα