Μετάβαση στο περιεχόμενο

αρθρίτιδα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρθρίτιδα οι αρθρίτιδες
      γενική της αρθρίτιδας των αρθρίτιδων
    αιτιατική την αρθρίτιδα τις αρθρίτιδες
     κλητική αρθρίτιδα αρθρίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αρθρίτιδα του δεξιού χεριού

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρθρίτιδα < ελληνιστική κοινή ἀρθρῖτις < ἄρθρον < ἀραρίσκω +‎ -θρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρθρίτιδα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]