αρθρογραφικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρθρογραφικά < αρθρογραφικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αρθρογραφικά
- σε σχέση με την αρθρογραφία ή του αρθρογράφους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αρθρογράφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρθρογραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αρθρογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρθρογραφικός