αρθρογραφικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρθρογραφικός < αρθρογράφος + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αρθρογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αρθρογράφο ή την αρθρογραφία ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αρθρογράφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρθρογραφικός