αρθροσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρθροσκόπιο | τα | αρθροσκόπια |
γενική | του | αρθροσκόπιου & αρθροσκοπίου |
των | αρθροσκόπιων & αρθροσκοπίων |
αιτιατική | το | αρθροσκόπιο | τα | αρθροσκόπια |
κλητική | αρθροσκόπιο | αρθροσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρθροσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική) όργανο ή συσκευή που συμβάλλει στην αρθροσκόπηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρθροσκόπιο
|