αριθμημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αριθμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αριθμώ
Μετοχή[επεξεργασία]
αριθμημένος
- που έχει αριθμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αριθμημένος
|