αριθμητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αριθμητήριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀριθμητήριον < ἀριθμητήρ (αριθμητήρας) < (ελληνιστική κοινή) ἀριθμητής [1][2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾi.θmiˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ριθ‐μη‐τή‐ρι‐ο
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐ρι‐θμη‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αριθμητήριο ουδέτερο
- (παρωχημένο) συνώνυμο του αβάκιο, άβακας, το σχολικό όργανο που ήταν σε χρήση για την πρακτική διδασκαλία της αριθμητικής στο δημοτικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αριθμητήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αριθμητήριο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)