αριστερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αριστερά (επίρρημα) < αριστερός
- αριστερά (ουσιαστικό) < από τη θέση που κάθονταν, κατά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, εκείνοι οι οποίοι επεδίωκαν τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας και την ενίσχυση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης
Επίρρημα[επεξεργασία]
αριστερά
- (τοπικό) σε αριστερή θέση ως προς τον παρατηρητή
- πήγαινε ίσια και μετά στρίψε αριστερά
- (πολιτική) με αριστερές θέσεις
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αριστερά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αριστερά θηλυκό, μόνο στον ενικό και Αριστερά
- το σύνολο των ομάδων, ατόμων ή κομμάτων που, θεωρητικά, έχουν πολιτικές πεποιθήσεις οι οποίες προσβλέπουν στη μεταρρύθμιση της κοινωνίας προς μία κατεύθυνση η οποία να μειώνει τις αντιθέσεις και να μην θεωρεί την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων σαν αυταπόδεικτη
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αριστερά
- αριστερό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού