αριστερόχειρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αριστερόχειρας οι αριστερόχειρες
      γενική του αριστερόχειρα των αριστεροχείρων
    αιτιατική τον αριστερόχειρα τους αριστερόχειρες
     κλητική αριστερόχειρα αριστερόχειρες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αριστερόχειρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀριστερόχειρ[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɾi.steˈɾo.çi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρι‐στε‐ρό‐χει‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αριστερόχειρας αρσενικό

  • το άτομο που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι για την εκτέλεση κινήσεων που απαιτούν ακρίβεια, όπως η γραφή
    δεν μπορώ να χειριστώ εύκολα το ανοιχτήρι γιατί είμαι αριστερόχειρας

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]