αριστουργηματικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αριστουργηματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]αριστουργηματικός
- αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως αριστούργημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αριστουργηματικός
|