αριστούργημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αριστούργημα τα αριστουργήματα
      γενική του αριστουργήματος των αριστουργημάτων
    αιτιατική το αριστούργημα τα αριστουργήματα
     κλητική αριστούργημα αριστουργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αριστούργημα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀριστούργημα < ἄριστ(ος) + -ούργημα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɾiˈstuɾ.ʝi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρι‐στούρ‐γη‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αριστούργημα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]