αρκομηλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρκομηλιά οι αρκομηλιές
      γενική της αρκομηλιάς των αρκομηλιών
    αιτιατική την αρκομηλιά τις αρκομηλιές
     κλητική αρκομηλιά αρκομηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρκομηλιά < αρκώ (ή άγριο) + μηλιά (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρκομηλιά θηλυκό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]