αρκουδιάρισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρκουδιάρισσα οι αρκουδιάρισσες
      γενική της αρκουδιάρισσας
    αιτιατική την αρκουδιάρισσα τις αρκουδιάρισσες
     κλητική αρκουδιάρισσα αρκουδιάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρκουδιάρισσα < αρκουδιάρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρκουδιάρισσα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αρκουδιάρης

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)