αρλεκινισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρλεκινισμός < αρλεκίν(ος) + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρλεκινισμός αρσενικό
- η συμπεριφορά του αρλεκίνου, γελοία συμπεριφορά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αρλεκίνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρλεκινισμός