αρλουμπολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρλουμπολόγος οι αρλουμπολόγοι
      γενική του αρλουμπολόγου των αρλουμπολόγων
    αιτιατική τον αρλουμπολόγο τους αρλουμπολόγους
     κλητική αρλουμπολόγε αρλουμπολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρλουμπολόγος < αρλούμπ(α) + -ο- + -λόγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρλουμπολόγος αρσενικό (θηλυκό ...) (Χρειάζεται επεξεργασία)

  • που λέει αρλούμπες, ο αρλούμπας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]