αρμίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμίδι τα αρμίδια
      γενική του αρμιδιού των αρμιδιών
    αιτιατική το αρμίδι τα αρμίδια
     κλητική αρμίδι αρμίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμίδι < ορμίδι με τροπή [o] > [a] από συμπροφορά με το αόριστο άρθρο «ένα» και ανασυλλαβισμό: [ena or] > [enar] > [en ar]. [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾˈmi.ði/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρμίδι ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]