αρμίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρμίδι | τα | αρμίδια |
γενική | του | αρμιδιού | των | αρμιδιών |
αιτιατική | το | αρμίδι | τα | αρμίδια |
κλητική | αρμίδι | αρμίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμίδι < ορμίδι με τροπή [o] > [a] από συμπροφορά με το αόριστο άρθρο «ένα» και ανασυλλαβισμό: [ena or] > [enar] > [en ar]. [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμίδι ουδέτερο
- άλλη μορφή του ορμίδι
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αρμίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας