αρμαθιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμαθιασμένος η αρμαθιασμένη το αρμαθιασμένο
      γενική του αρμαθιασμένου της αρμαθιασμένης του αρμαθιασμένου
    αιτιατική τον αρμαθιασμένο την αρμαθιασμένη το αρμαθιασμένο
     κλητική αρμαθιασμένε αρμαθιασμένη αρμαθιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμαθιασμένοι οι αρμαθιασμένες τα αρμαθιασμένα
      γενική των αρμαθιασμένων των αρμαθιασμένων των αρμαθιασμένων
    αιτιατική τους αρμαθιασμένους τις αρμαθιασμένες τα αρμαθιασμένα
     κλητική αρμαθιασμένοι αρμαθιασμένες αρμαθιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αρμαθιασμένος




Μεταφράσεις[επεξεργασία]