αρματώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρματώνω < μεσαιωνική ελληνική αρματώνω < άρμα (*αρματ-) + -ώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
αρματώνω (παθητική φωνή: αρματώνομαι)
- εφοδιάζω με όπλα ή άλλο σχετικό υλικό
- βάζω σε καράβι τον κατάλληλο εξοπλισμό, εξαρτήματα ή άλλα όργανα
- ετοιμάζω, ξεκινώ, εξοπλίζω για κάποιον λόγο
- αρματώνω τον ανεμόμυλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αναρμάτωτος
- αρμάτωμα
- αρματωμένος
- αρματωσιά
- ασημαρματωμένος
- ξαρμάτωτος
- → δείτε τη λέξη άρμα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρματώνω | αρμάτωνα | θα αρματώνω | να αρματώνω | αρματώνοντας | |
β' ενικ. | αρματώνεις | αρμάτωνες | θα αρματώνεις | να αρματώνεις | αρμάτωνε | |
γ' ενικ. | αρματώνει | αρμάτωνε | θα αρματώνει | να αρματώνει | ||
α' πληθ. | αρματώνουμε | αρματώναμε | θα αρματώνουμε | να αρματώνουμε | ||
β' πληθ. | αρματώνετε | αρματώνατε | θα αρματώνετε | να αρματώνετε | αρματώνετε | |
γ' πληθ. | αρματώνουν(ε) | αρμάτωναν αρματώναν(ε) |
θα αρματώνουν(ε) | να αρματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρμάτωσα | θα αρματώσω | να αρματώσω | αρματώσει | ||
β' ενικ. | αρμάτωσες | θα αρματώσεις | να αρματώσεις | αρμάτωσε | ||
γ' ενικ. | αρμάτωσε | θα αρματώσει | να αρματώσει | |||
α' πληθ. | αρματώσαμε | θα αρματώσουμε | να αρματώσουμε | |||
β' πληθ. | αρματώσατε | θα αρματώσετε | να αρματώσετε | αρματώστε | ||
γ' πληθ. | αρμάτωσαν αρματώσαν(ε) |
θα αρματώσουν(ε) | να αρματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρματώσει | είχα αρματώσει | θα έχω αρματώσει | να έχω αρματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρματώσει | είχες αρματώσει | θα έχεις αρματώσει | να έχεις αρματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρματώσει | είχε αρματώσει | θα έχει αρματώσει | να έχει αρματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρματώσει | είχαμε αρματώσει | θα έχουμε αρματώσει | να έχουμε αρματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρματώσει | είχατε αρματώσει | θα έχετε αρματώσει | να έχετε αρματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρματώσει | είχαν αρματώσει | θα έχουν αρματώσει | να έχουν αρματώσει |
|