αρμενάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμενάκι τα αρμενάκια
      γενική
    αιτιατική το αρμενάκι τα αρμενάκια
     κλητική αρμενάκι αρμενάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμενάκι < ιδιωματικό άρμεν(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρμενάκι ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μικρό ιστιοφόρο σκάφος
  2. (ιδιωματικό) καΐκι ή βάρκα με πανί
    ※ Αρμενάκι είμαι κυρά μου πάρε με / κι άνοιξε τη αγκαλιά σου βάλε με (Αρμενάκι, δημοτικό Κυκλάδων)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]