αρμενίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρμενίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμενίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρμενίζω < ἄρμεν(ον) + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.meˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐με‐νί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αρμενίζω, αόρ.: αρμένισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ταξιδεύω με ανοιχτά πανιά, πλέω
     συνώνυμα: ιστιοδρομώ, πλέω
    ※  Τέλος, μετὰ ἔτος καὶ πλέον, ἠκούσθη μία ἀόριστος φήμη ὅτι ὁ Μῶρος διέπραξε φόνον ἐντὸς τοῦ πλοίου, μὲ τὸ ὁποῖον ἀρμένιζε. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα)
  2. (μεταφορικά) ονειροπολώ, αφαιρούμαι

Παροιμίες[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη άρμενο

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]