αρμενιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμενιακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἀρμενιακός < Ἀρμένι(ος) + -ακός, με παράλληλο τύπο Ἀρμενικός (αρμενικός) → δείτε και τη λέξη αρμένικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.me.ni.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐με‐νι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αρμενιακός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του αρμενικός
- άλλες μορφές: αρμένικος (οικείο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Αρμενία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμενιακός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), με ιδιαίτερο σχόλιο για τους δύο τύπους.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)