αρμενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρμενικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀρμενικός < Ἀρμέν(ης) + -ικός, ελληνιστική κοινή Ἀρμενικός,[1] με κατάληξη κατά τα επίθετα σε -ικός (όπως Ἑλληνικός), παράλληλος τύπος του Ἀρμενιακός < Ἀρμένι(ος)[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.me.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐με‐νι‐κός
- τονικό παρώνυμο: αρμένικος
Επίθετο
[επεξεργασία]αρμενικός, -ή, -ό
- πιο επίσημη μορφή του αρμένικος
- άλλες μορφές: αρμενιακός (σπανιότερο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Αρμενία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρμενικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αρμενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), με ιδιαίτερο σχόλιο για τους τύπους σε -ιακός και -ικός.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)