αρμενοπούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμενοπούλα οι αρμενοπούλες
      γενική της αρμενοπούλας
    αιτιατική την αρμενοπούλα τις αρμενοπούλες
     κλητική αρμενοπούλα αρμενοπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμενοπούλα < αρμενο- + -πούλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.me.noˈpu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐με‐νο‐πού‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρμενοπούλα θηλυκό

  • νεαρό κορίτσι αρμενικής καταγωγής
    ※ Σαν έχεις τέτοια εμορφιά, αρμενοπούλα μου γλυκιά, γιατί με βασανίζεις | και την καημένη μου καρδιά, μαυροματού μου και ξανθιά, φαρμάκι την ποτίζεις;
    τραγούδι: Αρμενοπούλα, στίχοι-μουσική: Παναγιώτης Τούντας, α΄ εκτέλεση: Δημήτρης Αραπάκης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]