αρμοδίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμοδίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁρμοδίως < αρχαία ελληνική ἁρμόδιος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αρμοδίως
Πηγές[επεξεργασία]
- αρμοδίως - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας