αρμολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμολογία οι αρμολογίες
      γενική της αρμολογίας των αρμολογιών
    αιτιατική την αρμολογία τις αρμολογίες
     κλητική αρμολογία αρμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμολογία < αρμός + επίθημα -λογία (λόγος < λέγω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρμολογία θηλυκό

  1. (τεχνολογία): γενικά η τέχνη της άρμοσης - σύνδεσης μερών κατά είδος (υλικό, αντικείμενο κ.λπ.)
  2. (ναυπηγικός όρος): η τεχνική και τα είδη ναυπηγικής άρμοσης σε πλοία ή σκάφη.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]