αρμολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμολογία θηλυκό
- (τεχνολογία): γενικά η τέχνη της άρμοσης - σύνδεσης μερών κατά είδος (υλικό, αντικείμενο κ.λπ.)
- (ναυπηγικός όρος): η τεχνική και τα είδη ναυπηγικής άρμοσης σε πλοία ή σκάφη.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμολογία
|