αρμονιών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αρμονιών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του αρμονία
Δείτε επίσης : Αρμονιών, Ἁρμονιῶν, ἁρμονιῶν |
αρμονιών θηλυκό