αρμόδιος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αρμόδιος | αρμόδια | αρμόδιο |
γενική | αρμόδιου | αρμόδιας | αρμόδιου |
αιτιατική | αρμόδιο | αρμόδια | αρμόδιο |
κλητική | αρμόδιε | αρμόδια | αρμόδιο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αρμόδιοι | αρμόδιες | αρμόδια |
γενική | αρμόδιων | αρμόδιων | αρμόδιων |
αιτιατική | αρμόδιους | αρμόδιες | αρμόδια |
κλητική | αρμόδιοι | αρμόδιες | αρμόδια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμόδιος < αρχαία ελληνική ἁρμόδιος < ἁρμόζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.ˈmɔ.ði.ɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
αρμόδιος
- που έχει επίσημα αναλάβει έναν τομέα, μια ευθύνη, μια υπηρεσία
- Για την έκδοση διαβατηρίου απευθυνθείτε παρακαλώ στο αρμόδιο γραφείο. Εμείς εδώ ασχολούμαστε με τις ταυτότητες.
- (ως ουσιαστικό)
- για τα παράπονά σας απευθυνθείτε στους αρμοδίους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμόδιος