αρνί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρνί | τα | αρνιά |
γενική | του | αρνιού | των | αρνιών |
αιτιατική | το | αρνί | τα | αρνιά |
κλητική | αρνί | αρνιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρνί < μεσαιωνική ελληνική ἀρνί(ν) < αρχαία ελληνική ἀρνίον, υποκοριστικό του ἀρήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *urh₁en
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρνί ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό πρόβατο
- (συνεκδοχικά) το κρέας του συγκεκριμένου ζώου
- (μεταφορικά) ο αθώος, ο άκακος άνθρωπος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρνί
|