αρνεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρνεύω < αρνί

Ρήμα[επεξεργασία]

αρνεύω

  • ηρεμώ, χαδεύω και προσπαθώ να ηρεμήσω κάποιο παιδί, να το κάνω ήρεμο σαν αρνί