αρνητικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρνητικοποίηση οι αρνητικοποιήσεις
      γενική της αρνητικοποίησης* των αρνητικοποιήσεων
    αιτιατική την αρνητικοποίηση τις αρνητικοποιήσεις
     κλητική αρνητικοποίηση αρνητικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρνητικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρνητικοποίηση < αρνητικός + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρνητικοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]