αρνητικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρνητικοποίηση | οι | αρνητικοποιήσεις |
γενική | της | αρνητικοποίησης* | των | αρνητικοποιήσεων |
αιτιατική | την | αρνητικοποίηση | τις | αρνητικοποιήσεις |
κλητική | αρνητικοποίηση | αρνητικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρνητικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρνητικοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) (ιατρική) η εμφάνιση αρνητικών αποτελεσμάτων στην εξέταση για την ύπαρξη ενός ιού, μιας νόσου κ.λπ.
- ※ Θετικά μηνύματα είχε και ο Σωτήρης Τσιόδρας κατά τη χθεσινή ενημέρωση αναφέροντας ότι στην Ελλάδα εφαρμόζουμε, όσον αφορά τη θεραπεία, και κάποια από τα μοντέλα της Γαλλίας, που όπως φάνηκε σε πρόσφατη μελέτη οδήγησαν σε αρνητικοποίηση το 96% των ασθενών που την ακολούθησε. (Εφημερίδα των Συντακτών, 19/3/2020)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρνητικοποίηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)