αρνούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρνούμαι < αρχαία ελληνική ἀρνέομαι, -οῦμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾˈnu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐νού‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αρνούμαι (αποθετικό ρήμα), αρνιέμαι και αρνιούμαι
- δεν αποδέχομαι ότι κάτι είναι αληθινό
- ↪ Αρνούμαι ότι έκανα αυτά που με κατηγορούν.
- δε συμφωνώ, δε συναινώ
- ↪ Αρνούμαι να κάνω ό,τι κάνουν οι άλλοι.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρνούμαι | αρνούμουν | θα αρνούμαι | να αρνούμαι | ||
β' ενικ. | αρνείσαι | αρνούσουν | θα αρνείσαι | να αρνείσαι | ||
γ' ενικ. | αρνείται | αρνούνταν | θα αρνείται | να αρνείται | ||
α' πληθ. | αρνούμαστε | αρνούμασταν αρνούμαστε |
θα αρνούμαστε | να αρνούμαστε | ||
β' πληθ. | αρνείστε | αρνούσασταν αρνούσαστε |
θα αρνείστε | να αρνείστε | αρνείστε | |
γ' πληθ. | αρνούνται | αρνούνταν | θα αρνούνται | να αρνούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρνήθηκα | θα αρνηθώ | να αρνηθώ | αρνηθεί | ||
β' ενικ. | αρνήθηκες | θα αρνηθείς | να αρνηθείς | αρνήσου | ||
γ' ενικ. | αρνήθηκε | θα αρνηθεί | να αρνηθεί | |||
α' πληθ. | αρνηθήκαμε | θα αρνηθούμε | να αρνηθούμε | |||
β' πληθ. | αρνηθήκατε | θα αρνηθείτε | να αρνηθείτε | αρνηθείτε | ||
γ' πληθ. | αρνήθηκαν αρνηθήκαν(ε) |
θα αρνηθούν(ε) | να αρνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αρνηθεί | είχα αρνηθεί | θα έχω αρνηθεί | να έχω αρνηθεί | αρνημένος | |
β' ενικ. | έχεις αρνηθεί | είχες αρνηθεί | θα έχεις αρνηθεί | να έχεις αρνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αρνηθεί | είχε αρνηθεί | θα έχει αρνηθεί | να έχει αρνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αρνηθεί | είχαμε αρνηθεί | θα έχουμε αρνηθεί | να έχουμε αρνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αρνηθεί | είχατε αρνηθεί | θα έχετε αρνηθεί | να έχετε αρνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αρνηθεί | είχαν αρνηθεί | θα έχουν αρνηθεί | να έχουν αρνηθεί |