αρνούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αρνούμενος <μετοχή του ρήματος αρνούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
αρνούμενος,η,ο
- που αρνείται αυτή τη στιγμή ή (συνήθως) σε σχέση με ένα γεγονός που συνέβαινε στο παρελθόν ή που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον
- Κατέληξε στα μπουντρουμια της χούντας αρνούμενος μέχρι τέλους να καταδώσει τους συντρόφους του