αροχλάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αροχλάδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αροχλάδα θηλυκό
- (ιδιωματικό, δέντρο) η αγριαχλαδιά
- ※ Στη Νάξο και αναφέρεται ότι η εικόνα της Παναγίας της Νυφιώτισσας βρέθηκε επάνω σε αροχλάδα ( = άγριαχλαδιά, γκορτζιά) (Παρνασσός, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, 1974, σελ. 573)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αροχλάδα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)