αρούφηχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αρούφηχτος
- ιδιωματικό, Πελοπόννησος, Κρήτη) που δε γίνεται με ρούφηγμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρουφώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρούφηχτος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αρούφηχτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας