αρπίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρπίστρια οι αρπίστριες
      γενική της αρπίστριας των αρπιστριών
    αιτιατική την αρπίστρια τις αρπίστριες
     κλητική αρπίστρια αρπίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αρχαίο πήλινο αγαλματίδιο αρπίστριας (Μουσείο Λούβρου)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρπίστρια < αρπιστής + -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρπίστρια θηλυκό

(επάγγελμα) → δείτε τη λέξη  αρπιστής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]