αρπακόλλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρπακόλλα | ||
γενική | της | αρπακόλλας | ||
αιτιατική | την | αρπακόλλα | ||
κλητική | αρπακόλλα | |||
Συνήθως στην ονομαστική πτώση. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρπακόλλα θηλυκό, μόνο στον ενικό ή άκλιτο ή άρπα κόλλα
- (αργκό) (λαϊκότροπο) η βιαστική, τσαπατσούλικη και άτεχνη δουλειά ή εργασία
- (αργκό) (λαϊκότροπο) (πληροφορική) η διαδικασία της αντιγραφής - επικόλλησης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αρπακόλλας
- αρπακολλατζής
- αρπακολλατζίδικος
- → δείτε τις λέξεις αρπακολλώ, αρπάζω και κολλώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρπακόλλα
- (αργκό) (λαϊκότροπο) με αρπακολλατζίδικο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)