αρπισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρπισμός οι αρπισμοί
      γενική του αρπισμού των αρπισμών
    αιτιατική τον αρπισμό τους αρπισμούς
     κλητική αρπισμέ αρπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρπισμός < άρπισμ(α) (ουδέτερο) + μεταπλασμός σε αρσενικό -ός. → δείτε και τη λέξη άρπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρπισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]