αρραβώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρραβώνας < αρχαία ελληνική ἀρραβών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρραβώνας αρσενικό
- αμοιβαία υπόσχεση γάμου
- (νομικός όρος) χρηματικό ποσό, ή κινητό πράγμα που καταβάλλεται ως προκαταβολή (αποζημίωσης) σε περίπτωση υπαίτιας ματαίωσης κατά την σύναψη μιας συμφωνίας
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρραβώνας