αρρεβωνιάσματα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αρρεβωνιάσματα | ||
γενική | των | αρρεβωνιασμάτων | ||
αιτιατική | τα | αρρεβωνιάσματα | ||
κλητική | αρρεβωνιάσματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρρεβωνιάσματα: πληθυντικός του αρρεβώνιασμα, κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική ἀρρεβωνιάσματα. Δείτε και αρραβωνιάσματα.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɾe.voˈɲa.zma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρε‐βω‐νιά‐σμα‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρρεβωνιάσματα ουδέτερο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρρεβωνιάσματα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αρρεβωνιάσματα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρρεβώνιασμα
Πηγές
[επεξεργασία]- αρραβώνιασμα, αρρεβώνιασμα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)