αρρωστοφαγιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρρωστοφαγιά | οι | αρρωστοφαγιές |
γενική | της | αρρωστοφαγιάς | των | αρρωστοφαγιών |
αιτιατική | την | αρρωστοφαγιά | τις | αρρωστοφαγιές |
κλητική | αρρωστοφαγιά | αρρωστοφαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρρωστοφαγιά θηλυκό,
- (ειρωνικό, οικείο) υποτιθέμενη αρρώστια από την οποία κάποιος πάσχει (που τάχα προέρχεται είτε από έλλειψη τροφής είτε, αντίθετα, από το πολύ φαγητό)
- (γενικότερα) ασθένεια που δεν υπάρχει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρρωστοφαγιά
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ↑ αρρωστοφαγιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φαγιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)