αρτίστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρτίστα | οι | αρτίστες |
γενική | της | αρτίστας | — | |
αιτιατική | την | αρτίστα | τις | αρτίστες |
κλητική | αρτίστα | αρτίστες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρτίστα < (άμεσο δάνειο) ιταλική artista (καλλιτέχνης)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾˈti.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐τί‐στα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρτίστα θηλυκό (αρσενικό αρτίστας)
- η καλλιτέχνιδα ελαφρού ή μουσικού θεάτρου
- η καμπαρετζού, ντιζέζ
- (σπάνιο, ευφημισμός) η πόρνη [2]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρτίστα
→ δείτε τη λέξη καλλιτέχνιδα |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αρτίστα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίστα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ευφημισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)