αρτζιμπούρτζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρτζιμπούρτζι < μεσαιωνική ελληνική ἀρτζιβούριον / ἀρτζιβούριν < αρμενική Առաջավորաց (aṙaǰaworac') (=προηγούμενο διάστημα, τελευταία εβδομάδα πριν την χριστιανική νηστεία των Απόκρεω, κατά την οποία οι Αρμένιοι τηρούσαν αυστηρή νηστεία, πράγμα ακατανόητο για τους Βυζαντινούς. Έτσι και εξαιτίας της δύσκολης προφοράς της αρμένικης λέξης προέκυψε η σημασία της λέξης...
Επίρρημα
[επεξεργασία]αρτζιμπούρτζι
- χωρίς λογική, χωρίς τη σωστή σειρά και τάξη, με σύγχυση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρτζιμπούρτζι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αρτζιμπούρτζι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.