αρτιμέλεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρτιμέλεια οι αρτιμέλειες
      γενική της αρτιμέλειας των αρτιμελειών
    αιτιατική την αρτιμέλεια τις αρτιμέλειες
     κλητική αρτιμέλεια αρτιμέλειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρτιμέλεια < αρτιμελής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρτιμέλεια θηλυκό

  • η ακεραιότητα των μελών τού σώματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]