αρτισύστατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρτισύστατος η αρτισύστατη το αρτισύστατο
      γενική του αρτισύστατου της αρτισύστατης του αρτισύστατου
    αιτιατική τον αρτισύστατο την αρτισύστατη το αρτισύστατο
     κλητική αρτισύστατε αρτισύστατη αρτισύστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρτισύστατοι οι αρτισύστατες τα αρτισύστατα
      γενική των αρτισύστατων των αρτισύστατων των αρτισύστατων
    αιτιατική τους αρτισύστατους τις αρτισύστατες τα αρτισύστατα
     κλητική αρτισύστατοι αρτισύστατες αρτισύστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρτισύστατος < (ελληνιστική κοινή) ἀρτισύστατος < ἄρτι + συνίστημι

Επίθετο[επεξεργασία]

αρτισύστατος, -η, -ο

  • (λόγιο) που μόλις έχει συσταθεί, που πρόσφατα έχει δημιουργηθεί
    Όταν τα χρήματα λείψουν από πού θα κρατηθούν;», ήταν ένα από τα ερωτήματα που έθεσε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στο δικό του «Κατηγορώ», ενώ και με μια δόση σαρκασμού για τους αρτισύστατους πλούσιους της Κύπρου και την αεριτζίδικη ευμάρεια... (Εφημερίδα Τα Νέα, 30/3/2013)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]